Εδώ ήταν η Τροία μου, εξώφυλλοΤο παρακάτω δοκίμιο συμπεριλαμβάνεται στο Δημήτρης Βλάχος, “Εδώ ήταν η Τροία μου!”/ Τόποι στοχασμού της ανθρώπινης κατάστασης/Όμηρος-Θερβάντες-Αλμπέρ Καμύ-Θουκυδίδης-Γιώργος Σεφέρης, εκδ. Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2016, σσ. 55-77 . Δημοσιεύτηκε, επίσης,  στο περιοδικό δίοδος, περίοδος Α΄, Τεύχος 9, Φεβρουάριος 2016, σσ. 30-41.

 

Η Αγορά και η Εκκλησία του Δήμου ως τόπος στοχασμού της πολιτικής:  

«Ο πολιτικός έρως ως μήτρα και απαρχή του ασαφούς (fuzzy) πολιτικού φαινομένου  

Μια δοκιμή διερεύνησης της σχέσης έρωτος και πολιτικής στον παραδειγματικό λόγο των Σικελικών του Θουκυδίδη (Ιστορίαι, VI    

 

                             «Είδε τις φλέβες των ανθρώπων

                        σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια»

                        Γ. Σεφέρης, Ποιήματα, «Ευριπίδης, Αθηναίος»

 

Αρμόδιος και Αριστογείτων1Δεν ερωτεύονται μόνον τα φυσικά πρόσωπα, αλλά και ολόκληρες κοινωνίες. Ο έρωτας δεν είναι μόνο ιδιωτική υπόθεση, αλλά μπορεί να είναι και δημόσια. και από αυτήν την άποψη ο έρως είναι πολιτικό ζήτημα. Ούτε πάλι εξαντλείται στην εκδήλωση της σεξουαλικότητας μεταξύ φυσικών σωμάτων, αλλά μπορεί να κινείται στη σφαίρα της εξιδανικευμένης καθαρής επιθυμίας, χωρίς ωστόσο, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση του κινούμενου στη σφαίρα της φαντασίας έρωτα, το σώμα να μένει απόμακρο και απαθές. Ο έρωτας ως λέξη που εκφράζει εμπειρία και όχι απλώς ως λήμμα λεξικού κινείται (αλλάζει, μεταμορφώνεται) και βιώνεται ανάμεσα στα δύο ακραία όρια του φάσματος της ανθρώπινης φύσης, σ’ αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ της σωματικής-σεξουαλικής εμπειρίας και της φαντασιακής-διανοητικής κατάστασης. Σε κάθε περίπτωση, ο έρωτας, είτε περισσότερο (λιγότερο) σεξουαλικός είτε περισσότερο (λιγότερο) φαντασιακός, ανήκει ως ανθρώπινη εμπειρία στα ασαφή (fuzzy) φαινόμενα[1], που σημαίνει ότι ανήκει στην κατηγορία του μεικτού, όπου το σωματικό-σεξουαλικό και διανοητικό-πνευματικό, το πραγματικό και φαντασιακό, το ιδιωτικό-προσωπικό και το δημόσιο-πολιτικό συνυφαίνονται με νήματα και νοήματα που είναι αδύνατον να τα διαχωρίσουμε χωρίς να καταστρέψουμε  την ύφανση (text) αυτής της εμπειρίας,  που βιώνεται ως μοναδική και μπορεί να γίνει κατανοητή μόνον εντός της μεγάλης εικόνας αυτής τούτης της συνύφανσης  (Context)[2].

 

Ερωτεύονται και οι πολιτικές κοινωνίες, όχι μόνο οι εφήμεροι θνητοί. Αν ακολουθήσουμε την αρχαία ελληνική σκέψη (φιλοσοφία και τραγωδία), απαισιόδοξη στον πυρήνα της κατά τον Νίτσε, ο έρως, τόσο ο ιδιωτικός όσο και ο πολιτικός, όταν γίνει τύραννος πάνω στη ζωή και την πραγματικότητα οδηγεί στην καταστροφή άτομα και πολιτείες ολόκληρες. «Το γαρ πολύ του έρωτος γεννά παραφροσύνη», χαριτολογώντας αποτύπωσε σε στίχο του ο Μποστ. Και τα παραδείγματα της ερωτικής παραφροσύνης από την αρχαία ελληνική φιλολογική παράδοση είναι πολλά, και πρώτο από τα πιο γνωστά σε ό,τι αφορά την αρχαία ελληνική ιστοριογραφία είναι η περίφημη ηροδότεια νουβέλα της γυναίκας του Κανδαύλη (Ηροδότου Ιστορίαι, Ι, 7-13) με τις πολιτικές (ανατροπή δυναστείας) και θεολογικές της προεκτάσεις (Άτη-Ύβρις-Νέμεσις)[3]. Εμείς, ωστόσο, θα σταθούμε αντιπροσωπευτικά στην παραδειγματική ερμηνεία του φαινομένου του πολιτικού έρωτος από τον Θουκυδίδη, και αυτό γιατί, κατά τη γνώμη μας, η δραματική μάλλον παρά χρονολογική Ιστορία του Θουκυδίδη, έχοντας στον πυρήνα της την τραγική σκέψη των Ελλήνων, εκφράζεται όχι με θεολογικούς (όπως η τραγωδία), αλλά με επιστημονικούς όρους, υιοθετώντας κατά την περιγραφή του πολιτικού φαινομένου τη γλώσσα, την ορολογία και τη μέθοδο της ιπποκρατικής ιατρικής. αρματοδρομίαΠερισσότερο ενδιαφέρει τον ιστορικό η ακρίβεια στην περιγραφή, η διάγνωση και η αναγνώριση ανάλογων φαινομένων πολιτικής παθολογίας και όχι τόσο η πρόβλεψή τους. Από αυτήν την άποψη, η προσέγγιση του πολιτικού έρωτος από τον Θουκυδίδη αποτελεί μια δοκιμή εφαρμογής της έννοιας του ασαφούς στη σφαίρα της πραγματικής πολιτικής ζωής. Στο βαθμό που πετυχαίνει να καταδείξει την προβληματική σχέση συνύφανσης της σεξουαλικής-σωματικής επιθυμίας και των πολιτικών επιθυμιών των συλλογικών υποκειμένων (τέτοιο υποκείμενο ήταν και η πόλη-κράτος των Αθηνών), ενδιαφέρει και εμάς τους μοντέρνους, γιατί μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε στον παραδειγματικό περιγραφικό  λόγο του ιστορικού τη συμπτωματολογία του fuzzy πολιτικού ως ερωτικού πλέον φαινομένου και να μας ασκήσει περισσότερο στην αριστοτελική φρόνηση (Αριστοτέλης, Ηθικά Ζ΄, 2006), μια άλλη θεμελιώδη έννοια της αρχαίας ελληνικής πολιτικής σκέψης, η οποία ενδεχομένως να αποτελεί και για μας μια πρόταση προς την κατεύθυνση της λήψης περισσότερο ορθών αποφάσεων σε ασαφές (fuzzy) περιβάλλον.

Σύμφωνα με την ανθρωπολογία του Θουκυδίδη ο έρως (σφοδρή επιθυμία απόκτησης και κατοχής προσώπων, άυλων και υλικών αγαθών) αποτελεί εγγενές στοιχείο της ανθρώπινης φύσεως, το οποίο δεν μπορεί να εκριζωθεί ούτε με τους πιο αυστηρούς νόμους ούτε και με την πιο σκληρή τιμωρία που επισείεται κάθε φορά για την περίπτωση παραβίασής τους. Η αποστασία των Μυτιληναίων από τους Αθηναίους (428-427 π.Χ.), κατά τον Θουκυδίδη, επαληθεύει αυτή την ψυχολογική διαπίστωση. Ο έρωτας των Μυτιληναίων για την ελευθερία, όπως άλλωστε και ο έρωτας των Αθηναίων για την ηγεμονία, τους οδήγησε ασυλλόγιστα στον έσχατο κίνδυνο, παρατηρεί ο μετριοπαθής Αθηναίος ρήτορας Διόδοτος στη θουκυδίδεια ιστορική αφήγηση. θνήσκων οπλίτηςΗ σφοδρή επιθυμία των Μυτιληναίων για την ελευθερία, η αβάσιμη ελπίδα ότι θα πετύχουν τους πέρα από κάθε λογική εκτίμηση στόχους τους και, τέλος, η απατηλή και πρόσκαιρη εύνοια της τύχης σε δευτερεύοντα ζητήματα και σε μικρές νίκες, τους έκανε να διακινδυνεύσουν όχι μόνο τα πλεονεκτήματα που τους εξασφάλιζε η προνομιακή τους θέση εντός της Αθηναϊκής Συμμαχίας (Αθηναϊκής Ηγεμονίας στην πραγματικότητα), αλλά και την ίδια τους τη ζωή.

Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη (Ιστορίαι, 3.45.4-7) ο έρως ηγείται προβάλλοντας την παράλογη επιθυμία, η ελπίδα τον ακολουθεί παρουσιάζοντας αυτήν την επιθυμία ως πραγματοποιήσιμη (και οιονεί σε φαντασιακό επίπεδο πραγματοποιημένη), και τέλος επιβοηθεί η τύχη, η οποία στην αρχή δίνει απρόσμενα (ἀδοκήτως) απατηλά σημάδια δήθεν επίτευξης του επιθυμητού στόχου, πέρα από τις υποδείξεις της λογικής και της πραγματικότητας την αναγκαιότητα. Το αποτέλεσμα της σύμπραξης των τριών αόρατων αυτών δεινών (του έρωτος, της ελπίδος και της τύχης), κατά τον Θουκυδίδη, είναι η καταστροφή της πολιτικής κοινωνίας που πέφτει στα δίχτυα του αχαλίνωτου πόθου (του έρωτος) για την πραγματοποίηση του ανέφικτου. Ο χωρίς φρόνηση πολιτικός έρως, όταν επικρατεί στις κοινωνίες, λειτουργεί όπως η Άτη στην αρχαία τραγωδία, τυφλώνει τον νου, θολώνει τη σκέψη, και οδηγεί μέσα από την ψευδαίσθηση και τις εσφαλμένες εκτιμήσεις στην τελική συντριβή.

Η πραγματικότητα που δεν συμφωνεί με την επιθυμία αλλοιώνεται ή διαγράφεται πλήρως από το οπτικό πεδίο του ερωτευμένου, για τον οποίο το επιθυμητό φαντάζει ήδη πραγματοποιημένο μέσα σ’ αυτόν τον μαγικό  κύκλο ανάπτυξης του ερωτικού φαινομένου όπου βρίσκεται παγιδευμένος. Αντίθετα, φαντάζει φτωχή, σχεδόν σκιώδης, αν όχι ανύπαρκτη, και οπωσδήποτε αλλοιωμένη, η πραγματικότητα την οποία επικαλούνται ως προφανή οι άλλοι που βρίσκονται εκτός αυτού του κύκλου της ερωτικής σαγήνης. Απορεί, λοιπόν, ο ερωτευμένος, εξοργίζεται και βιαιοπραγεί ακόμα σε βάρος τους, όπως ο Δον Κιχώτης απέναντι σε εκείνους που αμφισβητούν το ιδανικό του, τη μόνη πραγματικότητα, στα δικά του μάτια,  υποστασιοποιημένη στην ομορφιά και την ευγένεια της δέσποινας των στοχασμών του (la señora de sus pensamientos), της  Δουλτσινέας του Τοβόσο. Valentin-Kovatchev-Rocinante-IIbΌταν ο πραγματιστής ιπποκόμος του Σάντσο αμφισβητεί την ομορφιά και την ευγένεια της κατά κόσμον Αλδόνσα Λορένσο (Δουλτσινέας), μιας απλής και όχι τόσο ντελικάτης χωριατοπούλας, με την οποία, άλλωστε,  δεν έχει μιλήσει ποτέ ο Δον Κιχώτης κι ούτε από κοντά την έχει δει, τότε δέχεται τα χτυπήματα και τις ύβρεις του αφέντη του. Ποιος είναι αυτός, λοιπόν, ο χυδαίος και αχάριστος Σάντσο που τόλμησε να πιάσει στο στόμα του το ιδανικό του, την ασύγκριτη Δουλτσινέα του, παραβλέποντας ότι αυτή δίνει στα μπράτσα του ερωτευμένου ιδαλγού ανδρεία; Η αποστροφή του ερωτευμένου Δον Κιχώτη στον ιπποκόμο του είναι αποκαλυπτική για την αντιστροφή τη σχέσης πραγματικού και φαντασιακού που ζει μόνο ο ερωτευμένος. Η φαντασιακή εμπειρία είναι η πραγματικότητα του ερωτευμένου, ενώ η πραγματικότητα των άλλων μη ερωτευμένων είναι γι’ αυτόν απλώς ονειροφαντασία, μια άλλη κατασκευασμένη «πραγματικότητα» αλλοιωμένη από τα μάγια των φθονερών μάγων, όπως υποστηρίζει ο τραγικός Ιππότης της Ελεεινής Μορφής (el Caballero de la Triste Figura) κάθε φορά που εισπράττει τη ματαίωση. Λέει, λοιπόν,  στο 30 Κεφάλαιο του 1ου Μέρους οργισμένος ο Δον Κιχώτης  στον βάναυσα κακοποιημένο απ’ αυτόν Σάντσο: «Ποιος νομίζεις ότι κατέκτησε το βασίλειο αυτό, ποιος έκοψε το κεφάλι του γίγαντα και σ’ έκανε μαρκήσιο –γιατί τα θεωρώ όλα ήδη καμωμένα και τελειωμένα– αν όχι η αξία της Δουλτσινέας, που έχει το μπράτσο μου όργανο για τους ωραίους άθλους της; Εκείνη πολεμά και νικά μ’ εμένα . κι εγώ ζω και αναπνέω μέσα της, παίρνω ζωή από εκείνη» (Θερβάντες, Δον Κιχώτης, 1997) .

«Τα θεωρώ όλα ήδη καμωμένα και τελειωμένα» (que todo esto doy ya por hecho y por cosa pasada en cosa juzgada), αυτή είναι η εμπειρία που βιώνει ο ερωτευμένος, είτε η επιθυμία του αναφέρεται σε ένα πρόσωπο, όπως ο Δον Κιχώτης για τη Δουλτσινέα του, είτε σε μια πολιτική κοινωνία, όπως ένας ολόκληρος λαός που βρίσκεται υπό την επήρεια του πολιτικού έρωτος.

Ο πολιτικός έρως διακρίνεται για  τη σφοδρότητά του. Ξεπερνάει μάλιστα στην ένταση των συμπτωμάτων τον έρωτα μεταξύ προσώπων, στο βαθμό που συνεπαίρνει ολόκληρες κοινωνίες. Όχι μόνο οι Μυτιληναίοι, που ερωτεύτηκαν την ελευθερία, αλλά και οι Αθηναίοι, που ερωτεύτηκαν την ηγεμονία, δεν έμειναν αλώβητοι από τις συνέπειες αυτού του φαινομένου, όπως παραδειγματικά έδειξε ο Θουκυδίδης κατά την εξιστόρηση της Σικελικής Εκστρατείας (415-413 π.Χ) στο ΣΤ΄ βιβλίο των Ιστοριών του.

ΤριήρειςΚαὶ ἔρως ἐνέπεσε τοῖς πᾶσιν ὁμοίως ἐκπλεῦσαι (Θουκ, Ιστορίαι, 6.24.3) [Όλους, χωρίς εξαίρεση, τους έπιασε μεγάλη επιθυμία να πάρουν μέρος στην εκστρατεία]. Ἔρως ἐνέπεσε… Το ρήμα «ἐμπίπτει», ανάμεσα στις άλλες σημασίες, σημαίνει ακόμη: 1. επιτίθεμαι ορμητικά. 2. (για γεγονότα, καταστάσεις) παρουσιάζομαι ξαφνικά, απροσδόκητα. 3. (για ψυχικά πάθη, συναισθήματα) κυριεύω, υποδουλώνω. Από την Αντιγόνη του Σοφοκλή θυμόμαστε τον εμβληματικό στίχο 782 για τον προσωποποιημένο έρωτα «Ἔρως, ὅς ἐν κτήμασι πίπτεις»: Έρωτα που επιτίθεσαι ορμητικά στις περιουσίες (fall upon possessions, Ludwig: 155) ή Έρωτα, που κάνεις κτήματά σου όλους σ’ όσους επιπέσεις (Μπάρμπας: 95). Προφανώς η φράση «ἔρως ἐμπίπτει» παραπέμπει στην εικόνα της βίαιης εφόρμησης ενός αρπακτικού πάνω στη λεία του. Για την περιγραφή της  σφοδρότητας στην εκδήλωση του ερωτικού φαινομένου στην πολιτική ζωή σε συνθήκες σύγχυσης, συγκεκριμένα στο θολό (fuzzy) λόγω της συναισθηματικής φόρτισης περιβάλλον για τη λήψη της απόφασης των Αθηναίων σχετικά με  την παρακινδυνευμένη εκστρατεία στη Σικελία, ο Θουκυδίδης επιλέγει τη ρηματική φράση ἔρως ἐνέπεσε τοῖς πᾶσι, φράση που χωρίς αμφιβολία έχει και θεολογικό περιεχόμενο, αφού ταιριάζει απόλυτα με τη γλώσσα που χρησιμοποιεί η τραγωδία για να περιγράψει την καταστροφική για τα ανθρώπινα πράγματα βίαιη εφόρμηση του δαίμονος ως τιμωρού της ύβρεως, ως ἀλάστορος (ἀλάστωρ: α στερητ. + λανθάνω: αυτός που δεν ξεχνά, ο εκδικητής, ο τιμωρός).

Σε τέτοιες συνθήκες, όπου ο έρως κυριαρχεί, η φωνή της λογικής είναι πολύ αδύναμη για να αντιπαρατεθεί μαζί του. Πετυχαίνει μάλιστα η επίκληση στη λογική το ακριβώς αντίθετο από αυτό που επιδιώκεται. Ο έρως είναι ακατανίκητος στη μάχη (Ἔρως ἀνίκατε μάχαν), επιβεβαιώνει ο Σοφοκλής στην πρώτη στροφή της Αντιγόνης του (στίχοι 781-790), γιατί είναι θεμελιώδες στοιχείο της (ανθρώπινης) φύσεως και γιατί όποιος κατέχεται από αυτό το πάθος χάνει τα λογικά του (…ὁ δ’ ἔχων μέμηνεν: αυτός που κατέχεται από σένα γίνεται μανιακός).

Στο 6.24. των Ιστοριών του ο Θουκυδίδης περιγράφει ως εξής το αποτέλεσμα της άνισης μάχης των λογικών επιχειρημάτων του Νικία με τη σφοδρή επιθυμία (ἔρως) των Αθηναίων να εκστρατεύσουν στη μακρινή και άγνωστη σ’ αυτούς Σικελία.

«Τόσα μόνο είπε ο Νικίας πιστεύοντας πως με τα πολλά που ζητούσε ή θα απέτρεπε τους Αθηναίους από την εκστρατεία ή, αν αναγκαζόταν να εκστρατεύσει, θα ξεκινούσε έχοντας τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια. Οι Αθηναίοι όμως δεν έχασαν την όρεξή τους για την  εκστρατεία από τις δυσκολίες της προετοιμασίας . το εναντίο, η προθυμία τους μεγάλωσε και το αποτέλεσμα ήταν για τον Νικία το αντίθετο ακριβώς από κείνο που περίμενε.  γιατί θεώρησαν πως τους είχε συμβουλέψει σωστά κι ότι τώρα πια η εκστρατεία ήταν απόλυτα ασφαλισμένη. Σικελική εκστρατείαΌλους, χωρίς εξαίρεση, τους έπιασε μεγάλη επιθυμία να πάρουν μέρος στην εκστρατεία. τους κάπως ηλικιωμένους, επειδή νόμιζαν ότι θα καταχτήσουν τα μέρη εναντίον των οποίων εκστρατεύανε ή, τουλάχιστον, πως μια τόσο μεγάλη δύναμη δεν θα κινδύνευε να ηττηθεί.  τους νέους της στρατεύσιμης ηλικίας, επειδή λαχταρούσαν να δουν και να γνωρίσουν τη μακρινή αυτή χώρα, ενώ, ταυτόχρονα, είχαν την ελπίδα ότι θα γυρίσουν. το μεγάλο πλήθος που θ’ αποτελούσε το εκστρατευτικό σώμα έλπιζε πως κι αμέσως τώρα θα ’παιρνε μισθό και με την επέκταση της ηγεμονίας θα εξασφάλιζε τους πόρους να παίρνει πάντα. Έτσι, εξαιτίας της μεγάλης επιθυμίας της πλειονοψηφίας να γίνει η εκστρατεία, κι αν ακόμη κανένας διαφωνούσε, από φόβο μήπως ψηφίζοντας αρνητικά, θεωρηθεί κακός πολίτης, σώπαινε»[4].

[[6.24.1] Ὁ μὲν Νικίας τοσαῦτα εἶπε νομίζων τοὺς Ἀθηναίους τῷ πλήθει τῶν πραγμάτων ἢ ἀποτρέψειν ἤ, εἰ ἀναγκάζοιτο στρατεύεσθαι, μάλιστ’ <ἂν> οὕτως ἀσφαλῶς ἐκπλεῦσαι· [6.24.2] οἱ δὲ τὸ μὲν ἐπιθυμοῦν τοῦ πλοῦ οὐκ ἐξῃρέθησαν ὑπὸ τοῦ ὀχλώδους τῆς παρασκευῆς, πολὺ δὲ μᾶλλον ὥρμηντο, καὶ τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ· εὖ τε γὰρ παραινέσαι ἔδοξε καὶ ἀσφάλεια νῦν δὴ καὶ πολλὴ ἔσεσθαι. [6.24.3] καὶ ἔρως ἐνέπεσε τοῖς πᾶσιν ὁμοίως ἐκπλεῦσαι· τοῖς μὲν γὰρ πρεσβυτέροις ὡς ἢ καταστρεψομένοις ἐφ’ ἃ ἔπλεον ἢ οὐδὲν ἂν σφαλεῖσαν μεγάλην δύναμιν, τοῖς δ’ ἐν τῇ ἡλικίᾳ τῆς τε ἀπούσης πόθῳ ὄψεως καὶ θεωρίας, καὶ εὐέλπιδες ὄντες σωθήσεσθαι· ὁ δὲ πολὺς ὅμιλος καὶ στρατιώτης ἔν τε τῷ παρόντι ἀργύριον οἴσειν καὶ προσκτήσεσθαι δύναμιν ὅθεν ἀίδιον μισθοφορὰν ὑπάρξειν. [6.24.4] ὥστε διὰ τὴν ἄγαν τῶν πλεόνων ἐπιθυμίαν, εἴ τῳ ἄρα καὶ μὴ ἤρεσκε, δεδιὼς μὴ ἀντιχειροτονῶν κακόνους δόξειεν εἶναι τῇ πόλει ἡσυχίαν ἦγεν].

Από την περιγραφή αυτή προκύπτουν οι παρακάτω διαπιστώσεις σε ό,τι αφορά στη λήψη κρίσιμων πολιτικών αποφάσεων σε συνθήκες σύγχυσης και σε περιβάλλον ασαφές (fuzzy) λόγω της απόλυτης κυριαρχίας του πολιτικού έρωτος:

  1. Τα εμπόδια που προβάλλει η λογική για να προκαλέσει μέσω του φόβου την ανάσχεση της επιθυμίας έχουν ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα (ες τουναντίον περιέστη). Το υπέρογκο κόστος που απαιτεί η εκστρατεία στη Σικελία και γενικά οι δυσκολίες της προετοιμασίας (το οχλώδες της παρασκευής), που επικαλείται επακριβώς και με κάθε λεπτομέρεια ο Νικίας στη δευτερολογία του (6.20-23) για να αποτρέψει αυτό το εξαιρετικά επικίνδυνο εγχείρημα, όχι μόνο δεν αποθαρρύνει τους Αθηναίους, αλλά αυξάνει την προθυμία τους και τον ενθουσιασμό τους (πολύ δε μάλλον ώρμηντο). Η σύγχυση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη, καθώς η επιθυμία φουντώνει περισσότερο λόγω των εμποδίων, γιατί ο έρως (ιδιωτικός και πολιτικός) από τη φύση του είναι ριψοκίνδυνος και σπάταλος.
  2. Η σύγχυση που προκαλεί η σφοδρή επιθυμία κατά την ανάπτυξη του πολιτικού ερωτικού φαινομένου ομογενοποιεί μια διαφοροποιημένη ηλικιακά και ταξικά κοινωνία, συσκοτίζοντας τις διαφορές και προβάλλοντας το επιθυμητό ως εφικτό και πραγματοποιήσιμο, με τη μορφή ενός επίγειου παράδεισου κοινού για όλους, πλούσιους και φτωχούς, νέους και ηλικιωμένους. Έτσι, λοιπόν, όλους τους Αθηναίους χωρίς εξαίρεση τους κυρίευσε η επιθυμία να εκστρατεύσουν, τους ηλικιωμένους (δηλαδή τους κατά τεκμήριο έμπειρους και σώφρονες), τους νέους της στρατεύσιμης ηλικίας (δηλαδή τους άπειρους και γι’ αυτό παράτολμους) και τους πολλούς (δηλαδή τους φτωχούς), που ως μισθοφόροι θα συγκροτούσαν το εκστρατευτικό σώμα. Η σφοδρή επιθυμία για την επίτευξη ενός κοινού στόχου κατά την ανάπτυξη του ερωτικού πολιτικού φαινομένου δημιουργεί ασαφή περιγράμματα και εξαφανίζει τις όποιες διαφορές (ηλικιακές, ταξικές), που σε κανονικές συνθήκες είναι ορατές και ταλανίζουν τις πολιτικές κοινωνίες, ιδιαίτερα μάλιστα τις ελληνικές πόλεις-κράτη στις οποίες η στάσις (δηλαδή οι σφοδρές εσωτερικές συγκρούσεις για τη διεκδίκηση και κατάληψη της εξουσίας μεταξύ δημοκρατικών, ολιγαρχικών, τυραννόφιλων) ήταν ενδημικό φαινόμενο.

 

Το ερωτικό φαινόμενο και στις δυο του μορφές, του ιδιωτικού δηλαδή έρωτα μεταξύ φυσικών προσώπων και του έρωτα ως πολιτικού φαινομένου των οργανωμένων κοινωνιών σε fuzzy συνθήκες (συνθήκες κρίσης ή μετάβασης), παρουσιάζει  στην εκδήλωσή του κάποια κοινά γνωρίσματα. Η ερωτική λογοτεχνία (πρόζα και ποίηση), ο κινηματογράφος και η τέχνη γενικότερα, έχουν αποτυπώσει αυτήν την εμπειρία σε αθάνατα έργα. τύμβος και νεκρόςΟ Θουκυδίδης κάνει το ίδιο κατά την περιγραφή του πολιτικού ερωτικού φαινομένου. Οι αναλογίες στην εκδήλωση των συμπτωμάτων του ιδιωτικού και  του πολιτικού έρωτος είναι κάτι παραπάνω από φανερές κατά την περιγραφή του απόπλου του αθηναϊκού στόλου για τη Σικελία (Θουκ. Ιστορίαι, 6.30-6.32.2).

Όλα έχουν ετοιμαστεί για την αναχώρηση. Τα συναισθήματα του λαού είναι αντιφατικά, όπως άλλωστε συμβαίνει σε συνθήκες φόρτισης. Από το ένα μέρος, θρήνος από τον φόβο μήπως δεν ξαναδούν τους συγγενείς και τα παιδιά τους που θα έπαιρναν μέρος σ’  αυτήν την μακρόχρονη εκστρατεία, αλλά και  πολλές ελπίδες, από το άλλο μέρος, ότι θα καταχτούσαν ολόκληρη τη Σικελία. tumblr_inline_n3rglklEp71rz3qgpΩστόσο, τα αντιφατικά αυτά συναισθήματα του θρήνου και της γεμάτης από ελπίδες ευφορίας τα κάλυπτε η όμορφη και απατηλή φαινομενικότητα, όπως θα έλεγε ο Νίτσε, αυτή η ψευδαίσθηση που τη δημιουργούσε η ομορφιά της λαμπρής και πολυτελέστατης προετοιμασίας του στόλου, το ξεγέλασμα των αισθήσεων και της συνείδησης ο λήθαργος, χαρακτηριστικά γνωρίσματα των συμπτωμάτων που εμφανίζουν όσοι βρίσκονται κάτω από την επήρεια της μεταμορφωτικής δύναμης του έρωτος. Η  έκσταση (μέθη)[5] που βιώνουν τα φυσικά πρόσωπα, αλλά και τα συλλογικά υποκείμενα –οι Αθηναίοι στην προκείμενη περίπτωση– λόγω της επενέργειας του ερωτικού φαινομένου, μεταμορφώνει τη φευγαλέα και εφήμερη πραγματικότητα σε εν εγρηγόρσει άφθαρτο όνειρο. Και ο ίδιος ο Θουκυδίδης αφήνεται για λίγο να γοητευτεί από αυτό το όνειρο κατά την περιγραφή της αναχώρησης του στόλου, στην οποία αποτυπώνονται οι οικείοι τόποι του ερωτικού φαινομένου: η υπερχείλιση ζωτικότητας, η παράλογη και ανωφελής σπατάλη πόρων, ο ναρκισσισμός, η δημόσια επίδειξη δύναμης και σφρίγους, η άμιλλα και ο ανταγωνισμός (ἔρις) των εραστών να διακριθούν σε ομορφιά, λαμπρότητα, γενναιοδωρία, τόλμη. Και φυσικά αυτοί οι τόποι του ερωτικού φαινομένου προϋποθέτουν την ευγενή τύφλωση, την άγνοια δηλαδή της πραγματικότητας και την αναπλήρωσή της από τη φαντασία με βάση το αξίωμα της παθολογίας του έρωτα «όσο μεγαλύτερη η άγνοια τόσο πιο ισχυρή η ερωτική επιθυμία, όσο πιο ισχυρή η επιθυμία τόσο ευρύτερο το πεδίο ανάπτυξης της φαντασίας σε βάρος της πραγματικότητας».

Πράγματι, οι Αθηναίοι δεν είχαν ιδέα πού πήγαιναν όταν αποφάσιζαν με ενθουσιασμό την εκστρατεία στη Σικελία. Αγνοούσαν την έκταση του νησιού και τον αριθμό των κατοίκων του (ἄπειροι οἱ πολλοὶ ὄντες του μεγέθους τῆς νήσου καὶ τῶν ἐνοικούντων του πλήθους καὶ Ἑλλήνων καὶ βαρβάρων, Θουκ. Ιστορίαι 6.1.1.).

Μεσοκαλόκαιρο του 415 π.Χ, λοιπόν, ολοκληρώθηκαν οι ετοιμασίες και σχεδόν όλος ο πληθυσμός της πόλης, οι Αθηναίοι, οι Σύμμαχοι τους και οι ξένοι που βρίσκονταν στην Αθήνα, κατέβηκαν στον Πειραιά, άλλοι για να ξεπροβοδίσουν τους δικούς τους ανθρώπους που πήγαιναν στην εκστρατεία, άλλοι από περιέργεια και για να θαυμάσουν το μέγεθος και τη λαμπρότητα του στόλου.

Ο Θουκυδίδης καταγράφει με τη μεθοδολογία της ιπποκρατικής ιατρικής συναισθήματα, στάσεις, χειρονομίες και μας δίνει έτσι την τοπολογία του έρωτος ως πολιτικού πλέον φαινομένου. Ως φαινομενολόγος του ερωτικού αφήνει τα ίδια τα πράγματα να μιλήσουν,  αναδεικνύοντας έτσι τους παρακάτω τόπους του ερωτικού, τους οποίους αξίζει να τους παρακολουθήσουμε στην αφήγησή του.

Το ξεχείλισμα της ζωτικότητας που χαρακτηρίζει τους ερωτευμένους και η επιδεικτική προβολή της σε κοινή θέα δημιουργεί μοναδική ευφορία, η οποία ναρκώνει τους φόβους που γεννά ο νηφάλιος υπολογισμός των δεδομένων της πραγματικότητας. Corinthian_helmet_Denda_Staatliche_Antikensammlungen_4330Το ίδιο συμβαίνει και με ολόκληρη την πόλη-κράτος που βρίσκεται υπό την επήρεια του πολιτικού έρωτος. Βλέπουμε, λοιπόν, στην αφήγηση του Θουκυδίδη ότι εκείνη τη στιγμή του αποχωρισμού, καθώς οι κίνδυνοι ήταν πλέον πραγματικότητα του παρόντος και όχι απλώς και μόνον μια μελλοντική δυνατότητα, εκείνη τη μοναδική στιγμή (ἐν τῷ παρόντι καιρῷ) και όχι όταν ψήφιζαν για την εκστρατεία, έχοντας ακούσει τα επιχειρήματα στις αγορεύσεις των ρητόρων, εκείνη την καίρια στιγμή του παρόντος καιρού κυρίευσε τους Αθηναίους ο φόβος, καθώς αναλογίζονταν τις συμφορές, τα δεινά του πολέμου, που τότε και μόνον τότε τους αποκαλύφθηκαν στις πραγματικές τους διαστάσεις. Ωστόσο –κι εδώ βρίσκεται η «μαγεία» του (πολιτικού) έρωτος να γητεύει δια των αισθήσεων (της όρασεως πρωτίστως)–  έπαιρναν κουράγιο εκείνη την ώρα από το μέγεθος της δύναμής τους και από το πλήθος όλων αυτών που έβλεπαν με τα ίδια τους τα μάτια. [ὅμως δὲ τῇ παρούσῃ ῥώμη διά τὸ πλῆθος ἑκάστων ὧν ἑώρων <εν> τῇ ὄψει ἀνεθάρσουν], (Θουκ., Ιστορίαι, 6.31.1).

Η έκσταση κατά την ανάπτυξη του ερωτικού φαινομένου, σπάζοντας τα στεγανά της ασφάλειας που οικοδομούνται εντέχνως από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, απελευθερώνει δυνάμεις που μεταμορφώνουν τα άτομα σε εραστές πρόθυμους να καταβάλουν κάθε τίμημα για να κατακτήσουν την εύνοια του ερώμενου προσώπου. Το ίδιο συμβαίνει και με τους πολίτες και τις πολιτικές κοινωνίες.  Ως εραστές πλέον της πόλεως οι πολίτες ενδιαφέρονται να κερδίσουν την εύνοιά της.  Ως εκ τούτου ο ανταγωνισμός (ἔρις)  των πολιτών-εραστών για την εύνοια της πόλεως παίρνει ως απόδειξη γενναιοδωρίας του εραστή τη μορφή της αλόγιστης σπατάλης πόρων και της  δημόσιας επίδειξης δύναμης ενώπιον της πόλεως και του αθηναϊκού Δήμου (ερωμένου).Βόρεια Ζωφόρος Παρθενώνα Οι πολίτες προσφέρουν στην πόλη τους, και μάλιστα σε κοινή θέα,  ό,τι ομορφότερο και  πολυτιμότερο έχουν: την ιδιωτική τους περιουσία, τις δεξιότητές τους, τα νιάτα τους άλλοι και άλλοι την ωριμότητά τους, και όλοι μαζί ακόμη και τη ζωή τους την ίδια. Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη αλλά μάλλον κοινό τόπο στην πολιτική ζωή (και ρητορική) της Αθήνας, που ο Περικλής στον Επιτάφιο λόγο του (Θουκ. Ιστορίαι 2.43.1) ζητά από τους πολίτες να λογαριάσουν όχι μόνο με τη λογική τα οφέλη να είναι πολίτες μιας τέτοιας πόλεως, αλλά τους προσκαλεί, αφού θαυμάσουν την ομορφιά της, να γίνουν εραστές της,  γιατί γνωρίζει καλά ότι μόνο ο θαυμασμός και η παράδοση άνευ όρων στην ομορφιά της πόλεως των Αθηνών μπορεί να οδηγήσει στη θυσία για χάρη της. Οι πολίτες ως εραστές της πόλεως είναι οπωσδήποτε ένα πολιτικό φαινόμενο που παραπέμπει σε μια άλλης τάξεως ερωτική εμπειρία με όλες τις δυνατότητες ανοιχτές είτε για το μεγαλείο είτε για τη συντριβή. Ο Θουκυδίδης μάλιστα εξαίρει τη λαμπρότητα της προετοιμασίας για την εκστρατεία στη Σικελία και το υπέρογκο κόστος της σε σύγκριση με όσες υπερπόντιες εκστρατείες είχαν επιχειρηθεί μέχρι τότε από μια και μόνον πόλη (Θουκ. Ιστορίαι 6.31.1).

Όχι μόνο το κράτος, αλλά και οι ίδιοι οι τριήραρχοι που ήταν επιφορτισμένοι με τον εξοπλισμό των τριήρων τους  πρόσθεταν δικές τους συμπληρωματικές αμοιβές στα πληρώματα και στους τεχνικούς. Ακόμη και με πολυτελή στολίδια και έπιπλα εφοδιάσανε τα πλοία τους. Ο καθένας τους έβαζε τα δυνατά του για να ξεχωρίζει το δικό του πλοίο σε ομορφιά και ταχύτητα (Θουκ. Ιστορίαι 6.31.3.). Αλλά και στο πεζικό, πέρα από την αυστηρή επιλογή των καλύτερων ανδρών, εντυπωσιακή ήταν και η άμιλλα μεταξύ τους (πρὸς ἀλλήλους ἀμιλληθὲν) για το ποιος θα έχει τον καλύτερο ατομικό εξοπλισμό (Θουκ. Ιστορίαι 6.31.3). Ο ναρκισσισμός και η  επίδειξη, που χαρακτηρίζουν την τυπική συμπεριφορά των εραστών, εδώ χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά ολόκληρου του σώματος των πολιτών που έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία, σε σημείο μάλιστα ώστε ο ίδιος ο Θουκυδίδης να παρατηρεί ότι ήταν τόσο μεγάλος ο ανταγωνισμός (ἔρις) μεταξύ τους «ώστε η όλη επιχείρηση μπορούσε να θεωρηθεί πιο πολύ σαν επίδειξη, προς τους άλλους Έλληνες, δύναμης και πλούτου παρά σαν στρατιωτική ετοιμασία εναντίον εχθρού» (Θουκ. Ιστορίαι 6.31.4).

Οι πολίτες ως εραστές της πόλεως πλέον είναι προφανές ότι κινούνται όχι με οδηγό τη σωφροσύνη αλλά το τυφλό πάθος, αφού  βρίσκονται μέσα στον μαγικό κύκλο ανάπτυξης του ερωτικού φαινομένου, που είναι σαφώς διαχωρισμένο από την πραγματικότητα και τη λογική.

Μόνον οι πολίτες-εραστές της πόλεως που βλέπουν με θαυμασμό τη δύναμη της πόλεως κάθε μέρα στην πράξη [τὴν τῆς πόλεως δύναμιν καθ’ ἡμέραν ἔργῳ θεωμένους καὶ ἐραστὰς γιγνομένους αὐτῆς, (Θουκ. Ιστορίαι 2.43.1)] μπορούν να προσφέρουν τη ζωή τους γι’ αυτήν, προκειμένου να μην τη στερηθούν ούτε και να την αφήσουν να παραδοθεί στις βίαιες ορέξεις των τυράννων. Οι εραστές της πόλεως πεθαίνουν γι’ αυτήν κι όχι εκείνοι που υπολογίζουν μόνο με τη λογική την ωφέλεια (Θουκ. Ιστορίαι 2.43.1). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο Θουκυδίδης εντάσσει την ατυχή ερωτική ιστορία του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα στην εξιστόρηση των Σικελικών του ως αρχετυπική εκδήλωση της συνύφανσης του φαινομένου του πολιτικού έρωτος με τον σωματικό-προσωπικό έρωτα, αποκαλύπτοντας με την εκτενή παρέκβαση (6.54 έως 6.59) την ιδιοτέλεια και τις πολιτικές διαστάσεις αυτού του ερωτικού πάθους, που είχαν ως κατάληξη την επιτάχυνση της πτώσης της τυραννίδας των Πεισιστρατιδών το 514 π.Χ, μετά και από την επέμβαση των Λακεδαιμονίων.

Συγχρόνως όμως ο Θουκυδίδης μέσα από την ερωτική αυτή ιστορία ασκεί κριτική στο αφήγημα της δημοκρατίας, ότι δηλαδή ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων, δίνοντας τάχα ανιδιοτελώς τη ζωή τους έσωσαν τη δημοκρατία από τις ορέξεις των τυράννων και τη βία της εξουσίας τους. Αρμόδιος και ΑριστογείτώνΗ αφήγηση με κάθε λεπτομέρεια της προσωπικής ιστορίας του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα και η περιγραφή με ευσυνειδησία κλινικού ιατρού της παθολογίας του έρωτα φυσικών προσώπων χωρίς καμία εξιδανίκευση αποτελούν μοναδική στην Ιστορία του Θουκυδίδη παρέκβαση. Ο έρωτας αποκαλύπτεται στη γήινη διάστασή του, όπου καταδεικνύονται η βία του εραστή (Αριστογείτων) και του αντεραστή (ο αδελφός του τυράννου Ίππαρχος) για κατοχή του νεαρού ερωμένου (Αρμόδιος), η ερωτική λύπη, η ζήλεια, ο φόβος, η παράλογη τόλμη και, τέλος, ο θάνατος όλων των εμπλεκόμενων στην ερωτική ιστορία. Δίνοντας όλες αυτές τις λεπτομέρειες αποφαίνεται κατηγορηματικά ο Θουκυδίδης για την αιτία της πράξης των τυραννοκτόνων. Δεν ήταν ο πατριωτισμός τους και τα δημοκρατικά τους φρονήματα αλλά το ερωτικό πάθος που όπλισε το χέρι των εραστών κατά των τυράννων. «Αιτία, λοιπόν, της συνωμοσίας  του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα» αποφαίνεται ο Θουκυδίδης, «υπήρξε το ερωτικό πάθος, και εκείνο που τους έσπρωξε στο παράλογο τόλμημα ήταν ο ξαφνικός τους φόβος» [τοιούτῳ μὲν τρόπῳ δι’ ἐρωτικὴν λύπην ἡ τε ἀρχὴ τῆς ἐπιβουλῆς καὶ ἡ ἀλόγιστος τόλμα ἐκ του παραχρῆμα περιδεοῦς Ἁρμοδίῳ καὶ Ἀριστογείτονι ἐγένετο], (Θουκ. Ιστορίαι 6.59.1). Ωστόσο, ο Αρμόδιος και Αριστογείτων έκτοτε αποτελούσαν για την επίσημη αθηναϊκή δημοκρατική πολιτική ιδεολογία –μυθολογία κατά τον Θουκυδίδη– το  πρότυπο του ιδανικού πολίτη,  αφού ως εραστές της πόλεως των Αθηνών θυσίασαν τη ζωή τους για τη δημοκρατία.

Αυτή η ιδεολογία της αξεπέραστης ανδρείας των πολιτών-εραστών προβάλλεται και με το γνωστό σύμπλεγμα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα, που το χάλκινο πρωτότυπό του κατασκευάστηκε λίγο μετά το 510 π.Χ από τον Αντήνορα, ύστερα από παραγγελία του αθηναϊκού Δήμου,  και στήθηκε στην αγορά για να λειτουργεί παραδειγματικά[6]. Με την πολιτική αυτή μυθολογία (ή ιδεολογία) συμμορφώνεται και ο Περικλής στον Επιτάφιό του, ζητώντας από τους πολίτες να δώσουν τη ζωή τους για την πόλη σαν εραστές της. Ο έρως, κατά συνέπεια, στο  φαντασιακό των Αθηναίων δεν αντιμετωπίζεται ως ιδιωτική υπόθεση, αλλά συνυφαίνεται με το πολιτικό φαινόμενο.ζωφόρος Το δημοκρατικό πολιτικό φαινόμενο στην Αθήνα του 5ου αιώνα ως έντονα ερωτικοποιημένη ιδεολογία του ανήκειν αποκαλύπτεται όχι μόνο στον Επιτάφιο λόγο του Περικλή, αλλά και στη ζωφόρο του Παρθενώνα, καθώς αυτή η τόσο ξένη σε μας ιδεολογία προσλαμβάνεται μέσα από την προοπτική θέασης του ερωτικοποιημένου βλέμματος των πολιτών-εραστών (Stewart:152-167).

Με δεδομένη λοιπόν αυτή τη συνύφανση προσωπικού-ερωτικού και δημόσιου-πολιτικού φαινομένου είναι τουλάχιστον λανθάνουσα στην ιστορική αφήγηση των Σικελικών του Θουκυδίδη η αναλογία των τυραννοκτόνων Αρμόδιου και Αριστογείτονα με τους δημαγωγούς πολιτικούς αντιπάλους του Αλκιβιάδη.

ΑλκιβιάδηςΟ Αλκιβιάδης, πείθοντας (δηλαδή γοητεύοντάς ερωτικά) τους Αθηναίους να εκστρατεύσουν στη Σικελία, βρισκόταν πολύ κοντά στο να γίνει ο νέος τύραννος της Αθήνας, ο εραστής της πόλεως, η οποία  τον ακολουθούσε τυφλωμένη από τις υποσχέσεις του για κατακτήσεις και δόξα. Αν ο Αλκιβιάδης πετύχαινε να κατακτήσει το μεγάλο νησί, πράγμα που δεν φάνταζε απίθανο ούτε για τον ίδιο τον Θουκυδίδη με δεδομένες και τις στρατηγικές ικανότητες και την ορμή του φιλόδοξου στρατηγού, τότε αυτός θα το πρόσφερε ως πολύτιμο κόσμημα στην Αθήνα-ερωμένη του. Ο έρως του εραστή για το ερώμενο πρόσωπο είναι κτητικός και βίαιος, δηλαδή τυραννικός. Αυτό φρόντισε να το δείξει ο Θουκυδίδης στην περίπτωση του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα, παρατηρώντας για τη στάση του ώριμου στην ηλικία Αριστογείτονα (εραστή) προς τον νεαρό Αρμόδιο (ερωμένο): «ἐραστὴς ὤν εἶχεν αὐτόν» (έγινε εραστής του και τον κατείχε). Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Αλκιβιάδη συμπεριφέρονται πάλι ως αντεραστές που διεκδικούν με κάθε κόστος την εύνοια του αθηναϊκού Δήμου και της ερωμένης πόλεως, της Αθήνας, στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση του πολιτικού έρωτος. Η αναλογία έχει ως εξής: όπως σύμφωνα με τον πολιτικό, κατά τον Θουκυδίδη, μύθο των τυραννοκτόνων, ο Αρμόδιος και Αριστογείτων σκότωσαν τον τύραννο –τον  αδελφό του τυράννου Ίππαρχο για την ακρίβεια και όχι τον ίδιο τον τύραννο Ιππία– ανέτρεψαν την τυραννίδα και έσωσαν τη δημοκρατία, έτσι και οι δημαγωγοί-αντεραστές του αθηναϊκού Δήμου οφείλουν να ανατρέψουν τον επίδοξο νέο τύραννο-εραστή Αλκιβιάδη με κάθε μέσο (συκοφαντία και δόλο) και με κάθε κόστος, ακόμη και με την αποτυχία της εκστρατείας και την καταστροφή της ίδιας της πόλεως.

Ο έρως ως τύραννος με απόλυτη εξουσία στα σώματα και τις ψυχές των θνητών είναι για τους αρχαίους η παγίδα που στήνουν οι θεοί για να τους καταστρέψουν. Ο πολιτικός έρως, με την αυτονόμηση των παθών και την κυριαρχία των συναισθημάτων επί της λογικής, οδηγεί εξίσου στην καταστροφή πολιτείες ολόκληρες. Ο  έρως στην απόλυτη μορφή του κι όχι ως μέσο που υποτάσσεται σε κάποιον άλλον υψηλότερο σκοπό (αναπαραγωγικό, πνευματικό) συνδέεται άρρηκτα με τον θάνατο. Απόλυτοι έρωτες με ευτυχισμένη κατάληξη δεν  υπάρχουν. Η μεγάλη λογοτεχνία το έδειξε για τα φυσικά πρόσωπα (για παράδειγμα το κλασικό έργο  Άννα Καρένινα του Τολστόι). Ο Θουκυδίδης το έδειξε στις πολιτικές κοινωνίες που βρίσκονται υπό την κυριαρχία του πολιτικού έρωτος και των συναφών αυτονομημένων και βίαιων συναισθημάτων.

 

[1] Ο όρος ηθελημένα παραπέμπει στην έννοια του ασαφούς (fuzzy concept) και στην εφαρμογή της σχετικής λογικής μεθόδου (ασαφής λογική/ fuzzy logic) στα μαθηματικά, τη στατιστική, την οικονομία, την κλινική ιατρική (Ανευλαβής 2001), τη γλωσσολογία, τα έμπειρα συστήματα, καθώς  και σε άλλα πεδία του επιστητού. Βέβαια, στη φιλοσοφία και την πολιτική  η έννοια του ασαφούς και η ασαφής λογική προσεγγίζονται και εφαρμόζονται διαφορετικά σε σχέση με τις μαθηματικές επιστήμες. Ωστόσο, η έννοια του ασαφούς και η ασαφής λογική ενδιαφέρουν στον βαθμό που επιτρέπουν την εξεύρεση λύσεων σε ένα  περιβάλλον  που το χαρακτηρίζει η αβεβαιότητα, η πολυπλοκότητα, η ρευστότητα και η συνύφανση, καθώς σε συγκεκριμένες περιπτώσεις λειτουργούν περισσότερο αποτελεσματικά αναγνωρίζοντας διαβαθμίσεις ανάμεσα στο ψευδές και το αληθές, το σωστό (1) και το λάθος (0) της δίτιμης λογικής(1,0). Για την κατανόηση ενός προβλήματος η ασαφής λογική δίνει ιδιαίτερη προσοχή  στο συγκείμενο (Context), δηλαδή στα συμφραζόμενα της μεγάλης (και αόρατης για το ανυποψίαστο μάτι) εικόνας, μέσα στην οποία εντάσσεται και η συγκεκριμένη περίπτωση. Βέβαια, η ασαφής λογική στις μαθηματικές εφαρμογές της δεν θέλει να είναι καθόλου ασαφής, αλλά επιδιώκει την ακρίβεια στον μέγιστο βαθμό, χρησιμοποιώντας για τη διαβαθμισμένη κλίμακα την αριθμητική μέτρηση και την αλγοριθμική παραμετροποίηση. Το αόρατο θεμέλιο, ωστόσο, αυτής της μέτρησης δεν είναι αριθμητικό-ποσοτικό αλλά μη αριθμητικό-ποιοτικό, και αυτό γίνεται ιδιαίτερα φανερό όταν επιχειρείται η κατανόηση των πολιτικών φαινομένων εκείνων των κοινωνιών που βρίσκονται σε «κρίση», δηλαδή σε μια κατάσταση ασταθούς ισορροπίας και μια διαδικασία μετάβασης. Αυτές οι κοινωνίες βρίσκονται σε σύγχυση, σε μια κατάσταση  fuzzy (fuzzy: θολό, θαμπό, ασαφές), κατά την οποία τα πολιτικά υποκείμενα (άτομα, κόμματα, φορείς) και οι θεσμοί, της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας για να αναφέρουμε ένα σύγχρονο παράδειγμα, αδυνατούν να διακρίνουν και να αποφασίσουν το ορθό μέσα στο θολό αυτό τοπίο. Το αποτέλεσμα αυτής της διαταραχής στην όραση των πολιτικών  υποκειμένων –όπως είχε δείξει και ο Πλάτων στην Αλληγορία του σπηλαίου (Πολιτεία Ζ΄, 514a-520)- είναι οι λανθασμένες αποφάσεις, που και αυτές με τη σειρά τους ανατροφοδοτούν τη σύγχυση (δηλαδή την «πολιτική κρίση») και την επιτείνουν. Από αυτή την άποψη θα  συμφωνήσουμε με την ερμηνεία της πλατωνικής Αλληγορίας του σπηλαίου που επιχείρησε ο Χάιντεγκερ (Heidegger 2011:71-112), τονίζοντας τη σημασία που έχει στον Πλάτωνα η παιδεία ως περιαγωγή (δηλαδή στροφή) της ψυχής προς το αγαθό (την πηγή του φωτός που καθιστά δυνατή τη λειτουργία της όρασης),  προκειμένου να διακρίνουμε στην πολιτική ζωή τις διαβαθμίσεις του αληθούς και να παίρνουμε κάθε φορά τις ορθότερες αποφάσεις.

[2] Η συνύφανση συνέχει με ορατά και αόρατα νήματα ανθρώπους, εξανθρωπισμένα πράγματα (όχι πια ουδέτερα και απαθή αντικείμενα), σχέσεις, εμπειρίες, νοήματα σε ένα υφαντό, του οποίου  το  σχέδιο και η υφή, αν και δείχνουν ασαφή (fuzzy) στην επιπόλαια και φευγαλέα ματιά, συγκροτούν ωστόσο μια ολότητα νοήματος για το υποψιασμένο και ερευνητικό βλέμμα. Σε κάθε περίπτωση ο έρως, καθώς εντάσσεται στο πλαίσιο αλληλεπίδρασης της φιλότητος και του νείκους, εφαπτόμενος και με τις δυο αυτές εμπεδόκλειες κοσμικές αρχές, αποτελεί θεμελιώδες γνώρισμα αυτής τούτης της συνύφανσης. Για την έννοια της συνύφανσης μέσα από παραδείγματα από την αρχαιολογία και με στέρεο θεωρητικό υπόβαθρο βλ. Hodder 2014.

[3][3] Ο βασιλιάς των Λυδών Κανδαύλης ερωτεύθηκε τόσο πολύ τη γυναίκα του που πίστευε ότι είναι η πιο όμορφη από όλες. Αυτή η πίστη, γέννημα του παράφορου έρωτα, και η ανάγκη για επαλήθευσή της οδήγησε στη  δολοφονία του βασιλιά σε συνωμοσία που εξύφαναν η όμορφη γυναίκα του και ο έμπιστος βεζίρης (δορυφόρος) του Γύγης. Μαρωνίτης Ν. Δ. 1981: 16-27.

[4]Α. Γεωργοπαπαδάκου (μετάφραση), Θουκυδίδη Ιστορία, εκδ. Μαλλιάρης – Παιδεία, Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 355.

[5] Τη μεταμορφωτική δύναμη του έρωτος και τη σχέση του με την καλλιτεχνική δημιουργία επισημαίνει και ο Νίτσε: «ο ερωτευμένος γίνεται σπάταλος: είναι αρκετά πλούσιος γι’ αυτό. Τώρα τολμά, γίνεται τυχοδιώκτης, γίνεται γάιδαρος σε μεγαλοψυχία και αθωότητα.  πιστεύει στον Θεό και πάλι, πιστεύει στην αρετή, επειδή πιστεύει στην αγάπη. και από την άλλη μεριά, αυτός ο ευτυχισμένος ηλίθιος ανοίγει φτερά και καινούριες ικανότητες, και ακόμη και η πόρτα της τέχνης είναι ανοιχτή γι’ αυτόν» (Νίτσε: 374).

[6] Σήμερα το σύμπλεγμα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα  σώζεται σε ρωμαϊκό αντίγραφο από μάρμαρο που βρίσκεται στην Ιταλία, στο αρχαιολογικό μουσείο της Νεάπολης. Ήδη από την αρχαιότητα το χάλκινο πρωτότυπο κλάπηκε το 480 π.Χ από τους Πέρσες που κατέστρεψαν την Αθήνα (για να επιστραφεί αργότερα από τον Αλέξανδρο) και το 477 π.Χ οι Αθηναίοι το αντικατέστησαν με ένα νέο ζεύγος από το χυτήριο του Κριτίου και του Νησιώτη. Σήμερα σώζονται μαρμάρινα αντίγραφα του δεύτερου αυτού συμπλέγματος και θεωρούνται σχετικά πιστή απόδοση του χάλκινου πρωτοτύπου τους. Βλ. την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσέγγιση του πολιτικού αυτού συμπλέγματος μέσα από την προοπτική του ομοερωτικού αθηναϊκού ιδεώδους της ανδρείας: Andrew Stewart, Τέχνη, επιθυμία και σώμα στην αρχαία Ελλάδα, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2003, σσ. 144-151.

Pin It on Pinterest

Share This