“Όμως ακόμη και στην πιο μηδαμινή ευτυχία, όπως και στην πιο μεγάλη, ένα πράγμα κάνει πάντοτε την ευτυχία να είναι ευτυχία: το να μπορεί κανείς να ξεχνάει ή, διατυπωμένο λογιότερα, η ικανότητα να αισθάνεται κανείς, όσο διαρκεί αυτή η ευτυχία, ανιστορικά. Όποιος δεν μπορεί να καθήσει στο κατώφλι της στιγμής, ξεχνώντας όλα τα περασμένα, όποιος δεν μπορεί να σταθεί επάνω σε ένα σημείο, σαν μια θεά της νίκης, δίχως να νιώθει ίλιγγο και φόβο, αυτός δεν θα μάθει ποτέ τι είναι ευτυχία, και κάτι ακόμη χειρότερο: δεν θα πράξει ποτέ τίποτε που να κάνει τους άλλους ευτυχισμένους”. Νίτσε, Ιστορία και Ζωή, μτφρ Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. Γνώση1993, σσ. 18-19.
Ο δεύτερος από τους Ανεπίκαιρους Στοχασμούς (Unzeitgemäße Betrachtungen) του Νίτσε, Περί της ωφέλειας και βλάβης της Ιστορίας για τη Ζωή (Vom Nutzen und Nachteil der Historie für das Leben), ιδιαίτερα σημαντικός για να σκεφτούμε σήμερα τι σημαίνει να θυμόμαστε σωστά, δηλαδή να μπορούμε να ξεχνάμε (das Vergessenkönnen). Η σωστή αναλογία μνήμης και λήθης ήταν και είναι πάντοτε το ζητούμενο.
Το απόσπασμα στα γερμανικά, για εκείνους που θέλουν να απολαύσουν την απαράμιλλη πρόζα του Νίτσε στο πρωτότυπο:
“Bei dem kleinsten aber und bei dem größten Glücke ist es immer eins, wodurch Glück zum Glücke wird: das Vergessenkönnen oder, gelehrter ausgedrückt, das Vermögen, während seiner Dauer unhistorisch zu empfinden. Wer sich nicht auf der Schwelle des Augenblicks, alle Vergangenheiten vergessend, niederlassen kann, wer nicht auf einem Punkte wie eine Siegesgöttin ohne Schwindel und Furcht zu stehen vermag, der wird nie wissen, was Glück ist, und noch schlimmer: er wird nie etwas tun, was andre glücklich macht”.