borg01Η ευτυχία (La dicha)

Εκείνος που αγκαλιάζει μια γυναίκα είν’ ο Αδάμ. Η γυναίκα η Εύα.
Όλα γίνονται για πρώτη φορά.
Είδα κάτι λευκό στον ουρανό. Μου ‘παν πως είναι το φεγγάρι, μα τι μπορώ να κάνω εγώ με μια λεξούλα και με μια μυθολογία.
Τα δέντρα με φοβίζουνε λιγάκι.Με τόση ομορφιά.
Τα ήρεμα ζώα πλησιάζουν για να τους δώσω τα ονόματά τους.
Τα βιβλία της βιβλιοθήκης δεν περιέχουν γράμματα. Μόλις τ’ ανοίξω εμφανίζονται.
Ξεφυλλίζοντας τον άτλαντα σχεδιάζω το σχήμα της Σουμάτρας.
Όποιος ανάβει ένα σπίρτο στα σκοτεινά, ανακαλύπτει τη φωτιά.
Στον καθρέφτη είναι ένας άλλος που παραμονεύει.
Όποιος κοιτάει τη θάλασσα,βλέπει την Αγγλία.
Όποιος ψιθυρίσει ένα στίχο του Λίλιενκρον,μπήκε κιόλας στη μάχη.
Ονειρεύτηκα την Καρχηδόνα και τις λεγεώνες που ερήμωσαν την Καρχηδόνα.
Ονειρεύτηκα το ξίφος και τη ζυγαριά.
Ευλογημένος ο έρωτας που δεν ξέρει ούτε κτήτορα ούτε κτήμα,αλλά και οι δυο τους δίνονται.
Ευλογημένος ο εφιάλτης,που μας αποκαλύπτει ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε την κόλαση.
Όποιος μπαίνει σ’ένα ποτάμι, μπαίνει στον Γάγγη.
Όποιος κοιτάει μια κλεψύδρα,βλέπει την κατάλυση μιας αυτοκρατορίας.
Όποιος παίζει μ’ ένα στιλέτο,προοιωνίζεται το θάνατο του Καίσαρα.
Όποιος κοιμάται,είναι ολόκληρος ο κόσμος.
Στην έρημο είδα τη Σφίγγα,νέα-μόλις είχαν αρχίσει να τη χτίζουν.
Ουδέν καινόν υπό τον ήλιον.
Όλα για πρώτη φορά γίνονται,μα μ’έναν αιώνιο τρόπο.

Μπόρχες

El que abraza a una mujer es Adán. La mujer es Eva.
Todo sucede por primera vez.


He visto una cosa blanca en el cielo. Me dicen que es la
luna, pero qué puedo hacer con una palabra y con una mitología.
Los árboles me dan un poco de miedo. Son tan hermosos.
Los tranquilos animales se acercan para que yo les diga su nombre.
Los libros de la biblioteca no tienen letras. Cuando los abro surgen.
Al hojear el atlas proyecto la forma de Sumatra.
El que prende un fósforo en el oscuro está inventando el fuego.
En el espejo hay otro que acecha.
El que mira el mar ve a Inglaterra.
El que profiere un verso de Liliencron ha entrado en la batalla.
He soñado a Cartago y a las legiones que desolaron a Cartago.
He soñado la espada y la balanza.
Loado sea el amor en el que no hay poseedor ni poseída,
pero los dos se entregan.

Loada sea la pesadilla, que nos revela que podemos crear el infierno.
El que desciende a un río desciende al Ganges.
El que mira un reloj de arena ve la disolución de un imperio.
El que juega con un puñal presagia la muerte de César.
El que duerme es todos los hombres.
En el desierto vi la joven Esfinge, que acaban de labrar.
Nada hay tan antiguo bajo el sol.
Todo sucede por primera vez, pero de un modo eterno.
El que lee mis palabras está inventándolas.

 

Pin It on Pinterest

Share This